Ιστορίες που δηλώνουν πόνο, έρωτα, πατρική αγάπη, στέρηση ελευθεριών και τη βιοπάλη μιας άλλης εποχής που έχει κοινά γνωρίσματα με τη σημερινή. Στίχοι που ταξιδεύουν σε ζωές άγνωστων ανθρώπων άλλα και εμβληματικών προσωπικοτήτων του ελληνικού πενταγράμμου.  

Από τον Άραβα πρίγκηπα Κεμάλ του Χατζηδάκι μέχρι τα μάτια που είδε ο Αττίκ και έκλεισε ο Άκης Πάνου. Από τους πατεράδες Άσιμο και Καλδάρα μέχρι την επιβάτιδα Σώτια Τσώτου και το ρόλο που έπαιξε ο Βαμβακάρης στην ζωή του Κοεμτζή. Από την όχι πάντα αγαστή σχέση του Τσιτσάνη με την Παπαγιαννοπούλου μέχρι τον πειρασμό που άφησε πίσω του ο Νίκος Παπάζογλου κάποιον Αύγουστο και τη διασταύρωση του Χάρη Κατσιμίχα με «δυο μάτια, δυο ματάκια» στο στέκι του το Λούκι. Όλα είναι τραγούδια που γεννήθηκαν μέσα από εμπειρίες και βιώματα ή γέννησαν αληθινές καταστάσεις.  

Ο εικοστός αιώνας ήταν μία μεγάλη περίοδος ζωηρής δημιουργίας, αστείρευτης έμπνευσης και έκφρασης δυνατών συναισθημάτων, πόθων και παθών. Μακριά από τη σημερινή «οθονοποιημένη» ζωή, η μουσική κληρονομιά μας δεν είναι μόνο ένας πολιτιστικός θησαυρός αλλά αποτελεί ένα εισιτήριο για ταξίδια του μυαλού σε άλλες εποχές. Παραθέτω δέκα τραγούδια που αγαπήθηκαν πολύ προτρέποντας τους αναγνώστες να ακούσουν ξανά τους στίχους γνωρίζοντας πια τις ιστορίες τους.  

Ζητάτε να σας πω – Αττίκ (Κλέων Τριανταφύλλου)

Το 1930 ο μεγάλος Αττίκ τραγουδάει στη «Μάντρα», τον καλλιτεχνικό όμιλο που είχε ιδρύσει. Ένα βράδυ, η πρώην σύζυγος του και καλλονή των Αθηνών Μαρίκα Φιλιππίδου εμφανίζεται με το νέο της σύζυγο, τον πολιτικό Σταμάτη Μερκούρη (πατέρα της Μελίνας Μερκούρη) και κάθεται στις πρώτες σειρές. Τότε το κοινό ζητάει επίμονα από τον Αττίκ να τραγουδήσει το «Είδα μάτια» που ήταν ευρέως γνωστό ότι το είχε γράψει για εκείνη όσο ακόμα ήταν μαζί. Αντικρίζοντας το μεγάλο του έρωτα με έναν άλλον άντρα και ακούγοντας την επιθυμία του κοινού αποχωρεί από τη σκηνή και αποσύρεται στο καμαρίνι του όπου μέσα σε 10 μόλις λεπτά εμπνέεται μουσικά και στιχουργικά την απάντησή του.  Επιστρέφει λοιπόν στη σκηνή, και τραγουδάει για πρώτη φορά το «ζητάτε να σας πω» που γνώρισε τεράστια επιτυχία. 

Καβουράκια – Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου / Βασίλης Τσιτσάνης

Το 1955 κυκλοφορεί το τραγούδι «Καβουράκια» από τους Βασίλη Τσιτσάνη και Μαρίκα Νίνου σε στίχους και μουσική του πρώτου. Εκείνη την εποχή, γνωστή για τους στίχους της που έκαναν πρωτόγνωρη επιτυχία ήταν η Μικρασιάτισσα Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.  Εθισμένη στην χαρτοπαιξία και αδιάφορη για την υστεροφημία της και τα κέρδη που θα μπορούσαν να της αποφέρουν τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργιών της, μοίραζε τους στίχους της δεξιά και αριστερά με πενιχρό αντίτιμο και με το όνομα της να απουσιάζει από τους δίσκους. Για αυτό το λόγο αναγνωρίζουμε με σιγουριά μόνο ένα μικρό μέρος των τραγουδιών που λέγεται ότι έγραψε. Σε μία συνέντευξη της στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1961 είχε πει : « Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δε θα βγουν σε δίσκους.  Μόλις τα παραδώσω υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα». Όταν αποφάσισε να διεκδικήσει την πατρότητα των στίχων για τα «Καβουράκια» ήρθε η μεγάλη ρήξη στη σχέση της με τον Τσιτσάνη που όπως η ίδια είχε ομολογήσει της έδειξε πως να γράφει στίχους και να ξεφεύγει από την πεζή φιλολογία. Σύμφωνα με τον Τσιτσάνη, οι στίχοι της Παπαγιαννοπούλου ήταν ημιτελείς και διαφορετικοί από εκείνους που της είχε ζητήσει, γι’αυτό τους ξαναέγραψε με τη μορφή που έγιναν γνωστοί. Από την άλλη πλευρά, ο Στέλιος Καζαντζίδης αναγνώρισε ότι οι στίχοι του τραγουδιού «Δύο πόρτες έχει η ζωή» είναι δικοί της και μάλιστα λέγεται ότι είναι αυτοβιογραφικό. Ενώ ο Χατζιδάκις ήταν από τους πρώτους που ανέφεραν την Παπαγιαννοπούλου ως στιχουργό στους δίσκους του, όπως για το τραγούδι «Είμαι αητός χωρίς φτερά».  Με την ευκαιρία, συστήνω ανεπιφύλακτα την ταινία του Άγγελου Φραντζή «Ευτυχία».  Κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους το 2019 και διηγείται τη ζωή της Ελληνίδας στιχουργού με ρόλους που ενσαρκώνουν εξαιρετικοί Έλληνες ηθοποιοί. Την Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου θα προβληθεί και στους τηλεοπτικούς μας δέκτες.

Δείτε Επίσης: ΩΔΗ ΣΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙ

Θα κλείσω τα μάτια – Άκης Πάνου

Το 1967 ο Άκης Πάνου γράφει ένα τραγούδι για τη βιοπάλη, τη φτώχεια, τη μιζέρια, την απόγνωση, το ξεριζωμό και τη μετανάστευση που ερμηνεύουν ο Γρήγορη Μπιθικώτση και τη Χαρούλα Λαμπράκη. Εξαιτίας του τότε καθεστώτος το τραγούδι αυτό κυκλοφόρησε μόνο για δύο εβδομάδες και ύστερα λογοκρίθηκε. Η Χούντα δεν επέτρεπε όσα τραγούδια κρίνονταν ως αντιστασιακά ή προωθούσαν μηνύματα διαμαρτυρίας και δυσανασχέτησης.  

Οι στίχοι είχαν ως εξής : ”Τον έρωτα φαρμάκωσ’ η μιζέρια / κομμάτιασε η φτώχεια την καρδιά / δεν ήρθανε για μας τα καλοκαίρια / και έγιν’ η ζωή τόσο βαριά / Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια / μακριά από τη φτώχεια, μακριά απ’ τη μιζέρια / θα πάρω τη στράτα κι εγώ τη μεγάλη / θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει”.

Το 1971 το τραγούδι επανακυκλοφορεί τροποποιημένο με ερμηνεύτρια τη Βίκυ Μοσχολιού. Οι στίχοι είναι οι εξής : ”Σε πότισα το πιο γλυκό μου δάκρυ / με πότισες τον πιο γλυκό καημό/ σε άγγιξα στου ονείρου μου την άκρη/ και στράγγιξα τον πρώτο στεναγμό/  Θα κλείσω τα μάτια θ’απλώσεις τα χέρια / να βρουν να φωλιάσουν λευκά περιστέρια /  αγάπη μου πρώτη αγάπη μεγάλη / θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει / Λαχτάρησα ζωή απ’τη ζωή σου / λαχτάρησες το φως του αυγερινού / στα σύννεφα περπάτησα μαζί σου / κι ανοίξανε οι πόρτες τ’ουρανού / Θα κλείσω τα μάτια θ’απλώσεις τα χέρια / να βρουν να φωλιάσουν λευκά περιστέρια / αγάπη μου πρώτη αγάπη μεγάλη /θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει”. Μέχρι σήμερα αποτελεί για πολλούς έναν ύμνο στον πρώτο και μεγάλο έρωτα. 

Όταν κοιτάς από ψηλά (Από το αεροπλάνο) – Σώτια Τσώτου

Πρόκειται για ακόμη ένα τραγούδι που κυκλοφόρησε μέσα στη Δικτατορία. Εκφράζει την ταλαιπωρία και την ανάγκη ενός ανθρώπου να αποστασιοποιηθεί ώστε να ξεφύγει από την πραγματικότητα. Έτσι η στιχουργός βρίσκει καταφύγιο στους αιθέρες. Πιο συγκεκριμένα,  το τραγούδι χρονολογείται το 1967 όταν το καθεστώς του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου εγκαθιδρύεται και κλείνει την εφημερίδα «Ελευθερία» που εργαζόταν η Τσώτου ως πολιτική ρεπόρτερ. Η άνεργη πλέον δημοσιογράφος αποφασίζει να ξαναφτιάξει τη ζωή της στη Θεσσαλονίκη. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, οι στρατιωτικές δυνάμεις ήταν παραταγμένες και έλεγχαν εξονυχιστικά όσους αποβιβάζονταν ή επρόκειτο να ταξιδέψουν. Η ίδια συνελήφθη και υπεβλήθη σε αυστηρότατη και πολύωρη ανάκριση και έλεγχο με συνέπεια να χάσει την πτήση της. Εφόσον δε βρέθηκε κανένα στοιχείο που να την ενοχοποιεί για αντιστασιακή δράση, αφέθηκε ελεύθερη και κατάφερε να ταξιδέψει με την επόμενη πτήση. Όταν πλέον το αεροπλάνο απογειώθηκε, κοίταξε ανακουφισμένη έξω από το παράθυρο και εμπνεύστηκε τους στίχους … «…Όταν κοιτάς από ψηλά μοιάζει η Γη με ζωγραφιά…Κι όλοι αυτοί που σε πικράνανε από ψηλά αν τους κοιτάξεις θα σου φανούν τόσο ασήμαντοι που στη στιγμή θα τους ξεχάσεις…».  

Λίγο λίγο θα με συνηθίσεις – Απόστολος Καλδάρας

Το 1965 ο Απόστολος Καλδάρας κυκλοφορεί ένα τραγούδι, το οποίο αν και φαίνεται ερωτικό, όπως άλλωστε θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε από το στίχο «τι θα γίνω μες τη ζωή, αν ξυπνήσω ένα πρωί και κοιτάξω την αγκαλιά μου από μέσα να λείπεις εσύ…», στην πραγματικότητα μιλάει για την απόλυτη αγάπη ενός πατέρα για την κόρη του που ταλαιπωρείται από μια θανατηφόρα ασθένεια. Τους στίχους τους γράφουν από κοινού ο Καλδάρας με την Παπαγιαννοπούλου ενώ στη δημιουργία του ρεφρέν έχει συμβάλλει ο Μιχάλης Μενιδιάτης ο οποίος και το ερμήνευσε.

Το παπάκι – Νικόλας Άσιμος

Το 1982 στην περίφημη «υπόγα» της οδού Αραχώβης στον αριθμό 41 στα Εξάρχεια, ο Νικόλας Άσιμος νανουρίζει την κόρη του τραγουδώντας τους στίχους του. Η Χάρις Αλεξίου τον ακούει και του ζητάει να το τραγουδήσει και να το ηχογραφήσει. Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Γιώργου Αλλαμανή «Δίχως καβάτζα καμιά: Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου» (Αθήνα, εκδόσεις Λιβάνης, 2000), ο Άσιμος συγκινημένος από την ερμηνεία της Αλεξίου αρχίζει κι εκείνος να τραγουδάει μαζί της το δεύτερο μέρος χωρίς καθοδήγηση από τον ηχολήπτη ή τον παραγωγό. Ο ακροατής μπορεί να το διαπιστώσει από το γεγονός ότι η φωνή του Άσιμου ακούγεται καθυστερημένα και απομακρυσμένα σε σχέση με της Αλεξίου. Τραγουδούσε για τον ίδιο ζώντας τη στιγμή. Από την ερμηνεία και τον τόνο της φωνής της Αλεξίου φαίνεται και η δική της συγκίνηση. Αυτή η συνύπαρξη μας έδωσε ένα από τα πιο ευαίσθητα και τρυφερά ελληνικά τραγούδια φτιαγμένο με τα πιο απλά γεμάτα αγάπη λόγια.  

Κεμαλ – Μάνος Χατζηδάκις

Το χειμώνα του 1968, ο Χατζηδάκις συναντάει στη Νέα Υόρκη τον Κεμάλ, έναν εικοσάχρονο πολιτικό μετανάστη κι εμπνέεται από την ιστορία της ζωής του. Οι πρώτοι στίχοι γράφτηκαν στα αγγλικά από τον Marc Snow και τραγουδήθηκαν για πρώτη φορά το 1970 από το ροκ συγκρότημα New York Rock&Roll Ensemble. Στη συνέχεια, ο Νίκος Γκάτσος έγραψε τους στίχους στα ελληνικά δίνοντας στον Κεμάλ την ταυτότητα ενός άραβα πρίγκηπα, προστάτη των αδύναμων. Τραγουδήθηκε από τη Μαρία Φαραντούρη και το Βασίλη Λέκκα στη συναυλία τους στο Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας το 1982. Εκείνο που παραμένει απαράλλαχτο και στις δύο εκτελέσεις είναι το «Καληνύχτα Κεμάλ» στα ελληνικά. Το 2004, το τραγούδι ηχογραφήθηκε σε μία πρωτότυπη διασκευή από το συγκρότημα Raining Pleasures και συμπεριλαμβάνεται στο άλμπουμ τους «Reflections».  

Αύγουστος – Νίκος Παπάζογλου

Τον Αύγουστο του 1978, ο Νίκος Παπάζογλου περνά κάποιες μέρες στο εξοχικό σπίτι του φίλου του Διονύση Σαββόπουλου. Ο παντρεμένος και πατέρας ενός νεογέννητου παιδιού Παπάζογλου ερωτεύεται κεραυνοβόλα μία κοπέλα από την παρέα του Σαββόπουλου.  Νιώθοντας τύψεις απέναντι στην οικογένεια του αποφασίζει να φύγει από το Πήλιο και να γυρίσει στη Θεσσαλονίκη. Κατά την επιστροφή του εμπνεύστηκε τους στίχους του τραγουδιού κι αποτύπωσε τα συναισθήματα του «…λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ, ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος…». Όπως εξομολογείται ο ίδιος σε συνέντευξή του,  το τραγούδι είναι γραμμένο για την κόρη του κι εκείνη την κοπέλα, και δε χρειάστηκε ποτέ να γραφτεί στο χαρτί για να μην ξεχαστεί. 

Μια βραδιά στο λούκι

Το Πάσχα του 1978 σε διακοπές του στη Ζάκυνθο, ο Άγγελος Σφακιανάκης γνωρίζει μια κοπέλα, τη Ρενέ, η οποία τον σαγήνευσε. Σε μία έξοδό τους το 1982 στο μπαρ Λούκι στο Κολωνάκι, συναντούν τον Χάρη Κατσιμίχα και τον Νίκο Ζιώγαλα («ο τύπος μου Νικόλα»)  οι οποίοι σύχναζαν εκεί. Ο Κατσιμίχας πίστεψε ότι εκείνη τον κοίταζε ενώ ο Ζιώγαλας του είπε ότι μάλλον ήταν της φαντασίας του. Πράγματι «εκείνη κοίταζε να βρει τον σερβιτόρο». Το επόμενο πρωί, ο Κατσιμίχας πήγε στο σπίτι του Ζιώγαλα με μία κασέτα στην οποία είχε ηχογραφήσει το τραγούδι εν μια νυκτί. Για την ιστορία, ο Ζιώγαλας δούλεψε για μια περίοδο στο Λούκι ως μπάρμαν κι έγραψε για μία συνάδελφο του το «Σαν σταρ του Σινεμά» αλλά ποτέ δεν της εξομολογήθηκε τον έρωτά του.

Βεργούλες – Μάρκος Βαμβακάρης

Το Φεβρουάριο του 1973, στο νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα», η παραγγελιά ενός ζεϊμπέκικου γίνεται η αφορμή για μία δολοφονία που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία.  Τα αδέρφια Κοεμτζή που προέρχονταν από μία αριστερή οικογένεια με φάκελο στην αστυνομία διασκέδαζαν με την παρέα τους. Ο Νίκος Κοεμτζής ζητάει από τον αδερφό του να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο για εκείνον. Ο Δήμος Κοεμτζής ζήτησε από τους μουσικούς τις Βεργούλες του «Βαμβακάρη». Σύμφωνα με τους «άγραφους νόμους» της νύχτας, την παραγγελιά τη χορεύει μόνο εκείνος που την έδωσε. Όμως, μια παρέα αστυνομικών αρχίζει να χορεύει παράλληλα. Οι δυο πλευρές δεν άργησαν να πιαστούν στα χέρια. Ο Νίκος Κοεμτζής ένιωσε πως προσβάλλουν την τιμή τους και μέσα στην παραζάλη του ποτού ξεκίνησε να μαχαιρώνει στα τυφλά. Το αποτέλεσμα ήταν τρεις νεκροί και εφτά τραυματίες. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και εφτά φορές ισόβια. Μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής και τη μετατροπή της ποινής του σε ισόβια το 1977 αποφυλακίστηκε το 1996 μετά από 23 χρόνια συνεχούς φυλάκισης. Πέθανε το 2011 από έμφραγμα στον πάγκο που πουλούσε την αυτοβιογραφία του στο Μοναστηράκι.  

Δείτε Επίσης:  ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗ ΥΓΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ